Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβεβαιότητα
ουσιαστικό θηλυκό certe`zza ~f~; sicure`zza ~f~ έχω τη βεβαιότητα ότι ο συνεταίρος μου με εξαπατά==ho la certezza che il mio socio mi sta imbrogliando permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |