Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβέβαιος
επίθετο 1 certo; sicu`ro; sta`bile βέβαιο εισόδημα==rendita sicura 2 indu`bbio; indiscuti`bile; certo; sicu`ro βέβαιες αποδείξεις==prove sicure 3 persona sicu`ro; certo; convi`nto είσαι βέβαιος ότι κλείδωσες την πόρτα;==sei certo di aver chiuso a chiave la porta? βεβαιότατος επίθετο superlativo di [βέβαιος] βεβαιότερος επίθετο comparativo di [βέβαιος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |