Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβεβαιώνομαι
ρήμα παθητικό 1 procura`re 2 sincera`rsi βεβαιώνω ρήμα μεταβατικό 1 assicura`re; dare la certe`zza σε βεβαιώνω πως όλα θα πάνε καλά==ti assicuro che tutto andrà bene | με βεβαίωσε ότι θα 'ρθει το συντομότερο==mi ha assicurato che verrà al più presto 2 πιστοποιώ attesta`re; certifica`re; accerta`re βεβαιώνω την εγκυρότητα εγγράφου==accertare la validità di un documento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |