Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βεβιασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [βιάζω]
2 forza`to; sforza`to; tira`to; stenta`to βεβιασμένο συμπέρασμα==conclusione affrettata | βεβιασμένο χαμόγελο==sorriso sforzato, tirato, stentato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βεβηλωτής βεγγαλικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---