Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαλανίδι
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [βελανίδι ^-ού, το^] βελανίδι ουσιαστικό ουδέτερο botanica ghia`nda ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |