Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βελονάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

uncine`tto ~m~ πλέκω με το βελονάκι==lavorare all' uncinetto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βελόνα βελόνι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---