Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βελονιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 puntu`ra ~f~ d'ago
2 cucito guglia`ta ~f~ di filo
3 cucito punto ~m~ ψιλή βελονιά==punto fitto | μεγάλη βελονιά==punto rado
4 ((figurato)) fitta ~f~; dolo`re ~m~ acu`to η αλλαγή του καιρού μού προκαλεί κάτι βελονιές στο γόνατο==quando il tempo cambia, mi vengono certe fitte al ginocchio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βελόνι βελονιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---