Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβελούδο
ουσιαστικό ουδέτερο vellu`to ~m~ δέρμα βελούδο==pelle di velluto permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο βελούδο κοτλέ = velluto [αρσ.] a coste Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |