Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Βενεζουελάνα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Βενεζουελάνος ^-ου, ο^]
2 venezuela`na ~f~; venezola`na ~f~; abita`nte ~f~ del Venezue`la

Βενεζουελάνος
ουσιαστικό αρσενικό

venezuela`no ~m~; venezola`no ~m~; abita`nte ~m~ del Venezue`la

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Βενεζουέλα Βενετία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---