Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβενζίνη
ουσιαστικό θηλυκό benzi`na ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη βενζίνη σούπερ = benzina [θηλ.] super || το πρατήριο βενζίνης = distributore [αρσ.] di benzina || auto είμαι στο τελείωμα της βενζίνης = αυτοκίνητο essere in riserva Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |