Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βενζινοπώλης  
ουσιαστικό αρσενικό

benzina`io ~m~

βενζινοπώλισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βενζινοπώλης ^-η, ο^]
2 benzina`ia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βενζινομηχανή βενζόη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---