Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβεντούζα
ουσιαστικό θηλυκό 1 vento`sa ~f~; coppe`tta ~f~ 2 vento`sa οι βεντούζες του χταποδιού==le ventose del polipo ~f~ 3 ((figurato)) perso`na ~f~ appiccico`sa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |