Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βερεσές  
ουσιαστικό αρσενικό

((popolare)) cre`dito ~m~ τέρμα ο βερεσές!==non si fa più credito!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βερεσέδια βερικοκιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---