Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βερνίκωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

verniciatu`ra ~f~; lustratu`ra ~f~; lustro ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βερνίκι βερνικωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---