Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Βερολινέζα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Βερολινέζος ^-ου, ο^]
2 berline`se ~f~; abita`nte ~f~ di Berli`no

Βερολινέζος
ουσιαστικό αρσενικό

berline`se ~m~; abita`nte ~m~ di Berli`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βερνικωτής Βερολίνο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---