Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βηματίζω  
ρήμα αμετάβατο

cammina`re; passeggia`re βημάτιζε πάνω κάτω νευριασμένος==camminava nervosamente su e giù, avanti e indietro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βήμα βηματισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---