Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβιάζομαι
ρήμα παθητικό 1 ave`re fre`tta, premu`ra βιάζομαι να τελειώσω==ho fretta di finire 2 affretta`rsi; sbriga`rsi; fare presto βιάσου, αργήσαμε==fa' presto, sbrigati, affrettati, siamo in ritardo! | βιάστηκε να απομακρυνθεί από τον τόπο του ατυχήματος==si affrettό ad allontanarsi dal luogo dell'incidente βιάζω ρήμα μεταβατικό 1 forza`re; scassina`re οι κλέφτες βίασαν την κλειδαριά==i ladri hanno forzato la serratura 2 εξαναγκάζω forza`re, costri`ngere με βίασε να τον ακολουθήσω==mi ha costretto a seguirlo 3 fare viole`nza; violenta`re; stupra`re τη βίασαν μέσα στο τρένο==l'hanno violentata in treno 4 ((figurato)) forza`re βιάζω μια κατάσταση==forzare una situazione permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααναγκάζω κανέναν να βιαστεί = mettere fretta a qualcuno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |