Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβιαιοπραγώ
ρήμα αμετάβατο comme`ttere atti viole`nti; fare uso della forza; infieri`re βιαιοπράγησαν κατά των απεργών==hanno infierito contro gli scioperanti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |