Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 viole`nza ~f~; forza ~f~ ψυχική βία==violenza morale | σωματική βία==violenza fisica | σεξουαλική βία==violenza carnale | απάντησαν στη βία με βία==hanno risposto alla violenza con la violenza | καταφεύγω στη χρήση βίας==ricorrere alla forza; far uso della forza | λόγοι ανωτέρας βίας==cause di forza maggiore
2 fretta ~f~; premu`ra ~f~ δεν υπάρχει βία==non c'è fretta+++μόλις και μετά βίας==a malapena; a stento; con difficoltà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βήχω βιάζομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μετά βίας = a fatica


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---