Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβιαιότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 viole`nza ~f~; brutalità ~f~ η βιαιότητα των τρόπων του τούς κατατρόμαξε==la violenza dei suoi modi li terrorizzò 2 atto ~m~ viole`nto; viole`nza ~f~ οι βιαιότητες τον εμφυλίου πολέμου==le violenze della guerra civile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |