Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βιαιοπραγία  
ουσιαστικό θηλυκό

atto ~m~ viole`nto; azio`ne ~f~ viole`nta; viole`nza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βίαια βιαιοπραγώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---