Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βιασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 stu`pro ~m~, viole`nza ~f~ carna`le; atto ~m~ di viole`nza καταδικάστηκε για βιασμό==fu condannato per stupro
2 παραβίαση violazio`ne ~f~ βιασμός της λαϊκής βούλησης==violazione della volontà popolare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βιασμένος βιάσου!  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---