Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβιασμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 stu`pro ~m~, viole`nza ~f~ carna`le; atto ~m~ di viole`nza καταδικάστηκε για βιασμό==fu condannato per stupro 2 παραβίαση violazio`ne ~f~ βιασμός της λαϊκής βούλησης==violazione della volontà popolare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |