Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βιάση  
ουσιαστικό θηλυκό

fretta ~f~; fu`ria ~f~; premu`ra ~f~ μες στη βιάση τον ξέχασε τα κλειδιά==per la fretta, ha dimenticato le chiavi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βιαίως βιάσιμο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---