Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βήξιμο  
ουσιαστικό ουδέτερο

il tossi`re; tosse ~f~ σιγανό βήξιμο==una tosse soffocata, il tossicchiare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βηματόμετρο βήτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---