Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βηματισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 andatu`ra ~f~
2 cammina`ta ~f~
3 ma`rcia ~f~
4 passo ~m~
5 portame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βηματίζω βηματοδότης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---