Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βερεσέ  
επίρρημα

((popolare)) a cre`dito δεν πουλάμε βερεσέ==non si fa credito+++αυτά τ' ακούω βερεσέ==certe cose mi lasciano indifferente, non mi toccano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βερέμης βερεσέδια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---