Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βέργα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 bacche`tta ~f~; verga ~f~
2 barra ~f~ meta`llica; lingo`tto ~m~; verga ~f~ η βέργα της ντουλάπας==asta metallica all'interno di un armadio | βέργα χρυσού==lingotto d'oro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Βερβερίνος βεργούλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---