Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβενετσιάνα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Βενετσιάνος ^-ου, ο^] 2 venezia`na ~f~; abitante ~f~ di Vene`zia Βενετσιάνος ουσιαστικό αρσενικό venezia`no ~m~; abitante ~m~ di Vene`zia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |