Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΒελγίδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Βέλγος ^-ου, ο^] 2 belga ~f~; abita`nte ~f~ del Be`lgio Βέλγος ουσιαστικό αρσενικό belga ~m~; abita`nte ~m~ del Be`lgio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |