Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βεβηλώνω  
ρήμα μεταβατικό

dissacra`re; profana`re βεβηλώνω τη μνήμη κάποιου ==profanare la memoria di qualcuno | βεβηλώνω μια εκκλησία==profanare una chiesa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βεβηλωμένος βεβήλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---