Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαπτίζω
ρήμα μεταβατικό variante di [βαφτίζω] βαφτίζομαι ρήμα παθητικό 1 battezza`rsi 2 rice`vere il batte`simo βαφτίζω ρήμα μεταβατικό 1 battezza`re; tene`re a batte`simo του βάφτισα το παιδί==gli ho tenuto a battesimo il figlio 2 dare il nome; chiama`re; battezza`re τη βάφτισαν Αγγελική==l'hanno battezzata Angelica 3 ((per estensione)) dare un sopranno`me; soprannomina`re; affibia`re un nomi`gnolo τον βάφτισαν ''χρυσοδάκτυλο''==gli hanno affibiato il nomignolo di ''lesto di mano'' permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |