Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαφτισιμιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βαφτισιμιός ^-ού, ο^]
2 figlio`ccia ~f~ (di batte`simo)

βαφτισιμιός  
ουσιαστικό αρσενικό

figlio`ccio ~m~ (di batte`simo)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαφτίσια βάφτισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---