Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απέραντα [επίρ.] απεριποίητα [επίρ.]
απεραντολογία {απεραντολ... απεριποίητος [επίθ.]
απεραντολόγος, (raro) απεραντόλογος [ουσ αρσ και θηλ.] απερίσκεπτα [επίρ.]
απεραντολογώ (απεραντολ... απερίσκεπτος [επίθ.]
απέραντος [επίθ.] απερίσκεφτα [επίρ.]
απεραντοσύνη {χωρ. πληθ... απερίσκεφτος [επίθ.]
απεραντότητα [θηλ.ουσ] απερισκεψία {απερισκεψ...
απέραστος [επίθ.] απερίσπαστος [επίθ.]
απεργάζομαι (απεργάστη... απερίστροφος [επίθ.]
απεργία {απεργιών} απεριτίφ [ουσ ουδ.]
απεργιακός [επίθ.] απέριττα [επίρ.]
απεργός [ουσ αρσ και θηλ.] απέριττος [επίθ.]
απεργοσπάστης {απεργοσπα... απερίφρακτος [επίθ.]
απεργοσπάστρια {απεργοσπα... απερίφραστα [επίρ.]
απεργώ αόρ. απήργ... απερίφραστος [επίθ.]
απερδίκλωτος [επίθ.] απεριφράστως [επίρ.]
απερήμωση {-ης κ. -ώ... απέρναγος [επίθ.]
απερίβλητος [επίθ.] απερρίνωση [θηλ.ουσ]
απερίγραπτα [επίρ.] απέρχομαι {μτχ. απερ...
απερίγραπτος [επίθ.] απερχόμενος [επίθ.]
απερίγραφτα [επίρ.] απεσπασμένος [επίθ.]
απερίγραφτος [επίθ.] απεσταγμένος [επίθ.]
απεριοδικός [επίθ.] απεσταλμένος [επίθ.]
απεριόριστα [επίρ.] απεσταλμένος [ουσ αρσ ]
απεριόριστος [επίθ.] απέταγος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: