Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπεραντοσύνη
ουσιαστικό θηλυκό 1 infinità ~f~ 2 immensità ~f~ η απεραντοσύνη της θάλασσας==l'immensità del mare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |