Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπεργοσπάστης
ουσιαστικό αρσενικό politica crumi`ro ~m~ απεργοσπάστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [απεργοσπάστης ^-η, ο^] 2 politica crumi`ra ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |