Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απεριποίητος  
επίθετο

1 trascura`to; inco`lto; abbandona`to απεριποίητο σπίτι==casa trascurata | /απεριποίητος κήπος==giardino incolto
2 persona trascura`to; trasanda`to κυκλοφορεί απεριποίητος==va in giro tutto trasandato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απεριποίητα απερίσκεπτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---