Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απερίσκεπτα  
επίρρημα

incautame`nte; precipitosame`nte; temerariame`nte

απερίσκεφτα
επίρρημα

variante di [απερίσκεπτα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απεριποίητος απερίσκεπτος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μιλώ απερίσκεπτα = parlare a sproposito


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---