Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απερίσπαστος  
επίθετο

indisturba`to; non distra`tto μελετώ απερίσπαστος==studiare indisturbato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απερισκεψία απερίστροφος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---