Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απεσπασμένος  
επίθετο

participio passato del verbo [αποσπώ]

αποσπασμένος
επίθετο

1 variante di [> απεσπασμένος]
2 participio passato del verbo [αποσπώ]
3 distacca`to
4 estra`tto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απερχόμενος απεσταγμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---