Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απεσταλμένος  
επίθετο

participio passato del verbo [αποστέλλω]

απεσταλμένος  
ουσιαστικό αρσενικό

giornalismo invia`to ~m~ ειδικός απεσταλμένος==inviato speciale

αποσταλμένος
επίθετο

1 variante di [απεσταλμένος]
2 participio passato del verbo [αποστέλλω]

αποσταλμένος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [απεσταλμένος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απεσταγμένος απέταγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---