Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απεσταγμένος  
επίθετο

participio passato del verbo [αποστάζω]

αποσταγμένος
επίθετο

1 variante di [απεσταγμένος]
2 participio passato del verbo [αποστάζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απεσπασμένος απεσταλμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---