Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπεσταγμένος
επίθετο participio passato del verbo [αποστάζω] αποσταγμένος επίθετο 1 variante di [απεσταγμένος] 2 participio passato del verbo [αποστάζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |