Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

άδυτος [επίθ.] άεργος [επίθ.]
άδω {μόνο σε ε... αέρι [ουσ ουδ.]
Άδωνις {Αδώνιδος}... αεριζόμενος [επίθ.]
αδώριστος [επίθ.] αερίζω {αέρισ-α, ...
αδωροδόκητος [επίθ.] αερικιά [θηλ.ουσ]
άδωρος [επίθ.] αερικό [ουσ ουδ.]
άε pl άστε αέρινος [επίθ.]
αεί [επίρ.] αερινός [επίθ.]
αειθαλής {αειθαλ-ού... αέριο [ουσ ουδ.]
αεικίνητο [ουσ ουδ.] αεριοποιημένος [επίθ.]
αεικίνητον [ουσ ουδ.] αεριοποίηση [θηλ.ουσ]
αεικίνητος [επίθ.] αεριοποιώ {αεριοποιε...
αείμνηστος [επίθ.] αέριος [επίθ.]
αειπάρθενος {αειπαρθέν... αεριούχος [επίθ.]
αείποτε [επίρ.] αεριόφως {αεριόφωτο...
αελλόπους [επίθ.] αεριοωθούμενος [επίθ.]
αέναος [επίθ.] αέρισμα [ουσ ουδ.]
αενάως [επίρ.] αερισμένος [επίθ.]
αέρα! [επιφ.] αερισμός [ουσ αρσ ]
αεραγωγός [ουσ αρσ ] αεριτζής {αεριτζήδε...
αεράκι {χωρ. γεν.... αεριτζού {αεριτζούδ...
αεράμυνα {χωρ. πληθ... αεριώδης {αεριώδ-ου...
αεραντλία {αεραντλιώ... αεριωθούμενο {-ου κ. -ο...
αέρας {αέρ-α κ. ... αερο– [πρθμ.]
αεράτος [επίθ.] αεροβάμων [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: