Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγοραφοβικός [επίθ.] αγράμπελη {χωρ. πληθ...
αγόρευση {-ης κ. -ε... αγρανάπαυση {-ης κ. -α...
αγορεύω {αγόρευσα}... αγρατσούνιστος [επίθ.]
αγορητής {αγορητριώ... Αγραφιώτισσα [θηλ.ουσ]
αγορήτρια {αγορητριώ... άγραφος [επίθ.]
αγόρι [ουσ ουδ.] άγραφτος [επίθ.]
αγορίστικος [επίθ.] αγρελιά [θηλ.ουσ]
αγοροκόριτσο [ουσ ουδ.] άγρευμα {αγρεύμ-ατ...
αγοροπωλησία [θηλ.ουσ] αγρεύω {άγρευ-σα,...
άγος {άγ-ους | ... άγρια [επίρ.]
αγουρίλα {χωρ. πληθ... αγριαγκινάρα [θηλ.ουσ]
αγουροξυπνάω aor αγουρο... αγριάδα [θηλ.ουσ]
αγουροξυπνημένος [επίθ.] αγριάμπελη [θηλ.ουσ]
άγουρος [επίθ.] αγριαμυγδαλιά [θηλ.ουσ]
αγουροφάης [ουσ αρσ ] αγριάνθρωπος {αγριανθρώ...
αγουροφάος [ουσ αρσ ] αγριαπιδιά [θηλ.ουσ]
αγουροφάς [ουσ αρσ ] αγριαρακάς [ουσ αρσ ]
αγουρωπός [επίθ.] αγριελιά [θηλ.ουσ]
αγουστέλι [ουσ ουδ.] αγρίεμα {αγριέμ-ατ...
αγουστιά [θηλ.ουσ] αγριεμένος [επίθ.]
άγουστος [επίθ.] αγριεύω [ρ. μτβ.]
άγρα {χωρ. πληθ... αγριεύω (αγρί-εψα,...
αγράμματος [επίθ.] αγρικάω [ρ. μτβ.]
αγραμματοσύνη [θηλ.ουσ] αγρικιέμαι [ρ. παθ.]
αγραμματωσύνη [θηλ.ουσ] αγρικώ (αγρίκ-ησα...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: