Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγόρευση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 disco`rso ~m~ pu`bblico η αγόρευση του πρωθυπουργού==il discorso del primo ministro
2 diritto arri`nga ~f~ η αγόρευση της υπεράσπισης==l'arringa della difesa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγοραφοβικός αγορεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---