Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγοραστής
ουσιαστικό αρσενικό comprato`re ~m~; acquire`nte ~m~ αγοράστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αγοραστής ^-ή, ο^] 2 compratri`ce ~f~; acquire`nte ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |