Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγορητής  
ουσιαστικό αρσενικό

orato`re ~m~

αγορήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αγορητής ^-ή, ο^]
2 oratri`ce ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγορεύω αγόρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---