Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγουροφάης
ουσιαστικό αρσενικό variante di [αγουροφάγος] αγουροφάος ουσιαστικό αρσενικό variante di [αγουροφάγος] αγουροφάς ουσιαστικό αρσενικό variante di [αγουροφάγος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |