Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγραμματοσύνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 analfabeti`smo ~m~
2 ignora`nza ~f~; manca`nza ~f~ di istruzio`ne ~f~

αγραμματωσύνη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αγραμματοσύνη]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγράμματος αγράμπελη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---