Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγριαγκινάρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 cardo ~m~ 2 carcio`fo ~m~ selva`tico αγριογκινάρα ουσιαστικό θηλυκό variante di [αγριαγκινάρα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |