Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγρελιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αγριελιά]

αγριελιά  
ουσιαστικό θηλυκό

botanica uli`vo ~m~ selvatico; olea`stro ~m~

αγριλιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αγριελιά]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άγραφτος άγρευμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---